- λεκχώ
- λεκχώ, ἡ (Α)βλ. λεχώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεχώνα — η (Α λεχώ, οῦς και λεκχώ) η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών τού λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ <… … Dictionary of Greek